- κύλιξι
- κύλιξcupfem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιψακάζω — ἐπιψακάζω (Α) 1. επιψεκάζω* 2. (για κρασί) πίνω σιγά σιγά, κουτσοπίνω («ἢν οἱ παῑδες μικραῑς κύλιξι πυκνά ἐπιψακάζωσιν», Ξεν.) … Dictionary of Greek